μεσκαλίνη

μεσκαλίνη
η
χημ. αλκαλοειδές που ανήκει στις φαινυλ-αλκοϋλ-αμίνες, απαντά στον κάκτο πεγιότ τού Μεξικού και τών νότιων ΗΠΑ και που η παραισθησιογόνα δράση του προκαλεί συνήθως σωματικά και ψυχικά συμπτώματα καθώς και διαταραχές τών αισθήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναλονίνη — η (Φαρμ.) οργανική ετεροκυκλική ένωση που ανήκει στα αλκαλοειδή* με μοριακό τύπο C12H15O3N. Κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξεως 85°C. Μαζί με την αναλαμίνη*, την αναλονιδίνη* και τη μεσκαλίνη* αποτελεί συστατικό παραισθησιογόνων κακτοειδών, τού… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαίσθηση — Η καταγραφή στη συνείδηση μιας αντίληψης ως πραγματικής, χωρίς να υπάρχει ερέθισμα ικανό να την προκαλέσει. Πρέπει να διακρίνεται από την παραίσθηση, στην οποία έχουμε διαστρέβλωση μιας πραγματικής αντίληψης. Oι ψ. μπορεί να είναι οπτικές,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”